ἵππος

ἵππος
-ου + N 2/ 18-55-66-20-47=206 Gn 14,11.16.21; 47,17; 49,17
horse Gn 47,17; ἡ ἵππος cavalry, horses Ex 5,19
θήλειαι ἵπποι mares 1 Kgs 10,26
*Gn 14,11 ἵππον cavalry-שׁרכ for MT שׁ(ו)רך goods, see also Gn 14,16.21
Cf. HARL 1986a, 158; LEE, J. 1983, 35; RUDOLPH 1971 218(Am 6,7); WEVERS 1990 211.235; →TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἵππος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππος — horse masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • ίππος — ο 1. άλογο: Εκτρέφει ίππους. 2. όργανο για τη γυμναστική που έχει σχήμα ίππου. 3. μονάδες μέτρησης της δύναμης των μηχανών: Κινητήρας σαράντα ίππων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… …   Dictionary of Greek

  • Οκτώβριος ίππος — Εξιλαστήριο άλογο, που το θυσίαζαν κάθε χρόνο στη Ρώμη. Θυσία αλόγων γινόταν στα αρχαία χρόνια σε σπάνιες περιπτώσεις. Το αίμα του αλόγου που θυσιαζόταν στη Ρώμη, ανακατευόταν από τις Εστιάδες με τη στάχτη μοσχαριών και αποτελούσε καθαρτήριο… …   Dictionary of Greek

  • δούρειος ίππος — ο 1. το ξύλινο άλογο που επινόησε ο Οδυσσέας, με το οποίο οι Έλληνες ξεγέλασαν τους Τρώες και κυρίεψαν την Τροία. 2. μτφ., δόλιο μέσο, ενέδρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἵππω — Ἵππος masc nom/voc/acc dual Ἵππος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππω — ἵππος horse masc/fem nom/voc/acc dual ἵππος horse masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποί — Ἱππός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱππῶν — Ἱππός masc gen pl Ἱππώ fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”